WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| be cut out for [sth] v expr | informal, figurative (person: able, suited) | είμαι φτιαγμένος για κτ, είμαι γεννημένος για κτ έκφρ |
| | (καθομιλουμένη) | είμαι για κτ έκφρ |
| | (καθομιλουμένη, μεταφορικά) | το έχω με κτ έκφρ |
| | | έχω χάρισμα σε κτ έκφρ |
| | When he got caught the second time, he decided he wasn't cut out for a life of crime. |
| be cut out for doing [sth] v expr | informal, figurative (person: able, suited) | είμαι φτιαγμένος για να κάνω κτ, είμαι γεννημένος για να κάνω κτ έκφρ |
| | (καθομιλουμένη) | είμαι για να κάνω κτ έκφρ |
| | | είμαι κατάλληλος για να κάνω κτ περίφρ |
| | Some people aren't cut out for dealing with the public. |
| | Μερικοί άνθρωποι δεν είναι φτιαγμένοι για να συναλλάσσονται με το κοινό. |
| | Μερικοί άνθρωποι δεν είναι για να συναλλάσσονται με το κοινό. |
| have your work cut out for you v expr | informal, figurative (have a hard task ahead) | με περιμένει δύσκολη δουλειά περίφρ |
| | | με περιμένει πολλή δουλειά περίφρ |
| | | έχω δύσκολο έργο περίφρ |
| | The house Joe and Maggie have bought needs a lot of renovation; they certainly have their work cut out for them. |